-
1 αποφυγή
-
2 ἀποφυγῇ
-
3 αποφυγή
-
4 ἀποφυγή
-
5 αποφυγη
ἥ тж. pl.1) избежание, избавление, спасение(κακῶν Plat.)
2) избавление, убежище(ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc.)
-
6 αποφύγη
-
7 ἀποφύγῃ
-
8 ἀποφυγή
ἀποφῠγή ἡ,A like ἀπόφευξις, escape or place of refuge,βραχείας τὰς ἀποφυγὰς παρέχειν Th.8.106
; ἀ. κακῶν, λυπῶν, escape from ills, griefs, Pl.Phd. 107d, Phlb. 44c(pl.).2 excuse, plea, Aristid.2.85J.; shift, subterfuge, PStrassb.40.44(vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφυγή
-
9 αποφυγή
η прям., перен. избежание, уклонение; ускользание;προς αποφυγήν... — во избежание...
-
10 αποφυγή
[апофиги] ουσ. Θ. уклонение, предлог, отговорка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποφυγή
-
11 αποφυγή
[апофиги] ουσ θ уклонение, предлог, отговорка. -
12 ἀποφυγή
ἀπο-φυγή, das Entfliehen, die Befreiung; Zuflucht -
13 αποφυγή
избегнувањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αποφυγή
-
14 αποφυγή διπλής φορολογίας
одбегнување на двоjно оданочувањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αποφυγή διπλής φορολογίας
-
15 αποφυγή διπλής φορολογίας
одбегнување на двоjно оданочувањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αποφυγή διπλής φορολογίας
-
16 αποφυγή
(...)den kaçınma, sakınma -
17 αποφυγή
1) avoidance2) preventionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποφυγή
-
18 sakınma
αποφυγή, προφύλαξη -
19 avoidance
αποφυγή -
20 избежание
избежание с η αποφυγή во -... για ν'αποφεύγω..., προς αποφυγή...* * *сη αποφυγήво избежа́ние... — για ν'αποφεύγω..., προς αποφυγή...
См. также в других словарях:
ἀποφυγῇ — ἀποφυγή escape fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγή — escape fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφυγή — η (AM ἀποφυγή) [αποφεύγω] το να αποφεύγει κάποιος κάτι αρχ. 1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια 2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή … Dictionary of Greek
αποφυγή — η το να αποφεύγει κανείς κάτι ή να ξεφεύγει, να γλιτώνει από κάτι: Είχε ως αρχή την αποφυγή των προστριβών με τους συγγενείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποφύγῃ — ἀποφεύγω flee from aor subj mp 2nd sg ἀποφεύγω flee from aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγῆι — ἀποφυγῇ , ἀποφυγή escape fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφύγηι — ἀποφύγῃ , ἀποφεύγω flee from aor subj mp 2nd sg ἀποφύγῃ , ἀποφεύγω flee from aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγαῖς — ἀποφυγή escape fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγαί — ἀποφυγή escape fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγῆς — ἀποφυγή escape fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγήν — ἀποφυγή escape fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)